- επτάεδρο
- τοπολύεδρο που ορίζεται από εφτά επιφάνειες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επτάεδρος — η, ο 1. αυτός που έχει επτά έδρες («επτάεδρο σχήμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το επτάεδρο πολύεδρο με επτά επιφάνειες … Dictionary of Greek
επτάεδρος — η, ο 1. που έχει εφτά έδρες (επιφάνειες). 2. το ουδ. ως ουσ., επτάεδρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)